гофрировать - ορισμός. Τι είναι το гофрировать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι гофрировать - ορισμός


ГОФРИРОВАТЬ      
[не: гофрировать], рую, рует, несов. и сов., что, тех.
1. Делать (сделать) ряды параллельных фигурных складок на чем-нибудь (на тканях, жести и т.п.).||Ср. ПЛИССИРОВАТЬ.
2. Выдавливать (выдавить) на ткани рельефный (выпуклый) рисунок. Гофрирование - действие по глаголу г.. Гофрировка - 1) то же, что гофрирование; 2) то же, что гофре1. Гофрировальный - служа-щий для гофрировки.
гофрировать      
ГОФРИРОВАТЬ, гофровать, гофрить ·*франц. курчавить, мелко сгибать, набирать борами, складками. Гофрить манишку. Гофрить конский волос, для набивки.
гофрировать      
несов. и сов. перех.
1) Делать ряды параллельных, волнообразных складок (на ткани, бумаге, металле и т.п.).
2) устар. Завивать волосы.
Τι είναι ГОФРИРОВАТЬ - ορισμός